- φαραώνια
- τα фараоны (презрительная кличка таможенников)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φαραώνια — τα, Ν [φαραώ (Ι)] (διαλ. τ.) (στη γλώσσα τών λαθρεμπόρων) τελωνοφύλακες … Dictionary of Greek